Κιβωτός
1991

Ξύλινη κατασκευή, πίσσα, απομεινάρια παλιάς βάρκας, ήχοι από καλέσματα φάλαινας και φως 450 Χ 900 Χ 450 εκ.

Ανήκει και είναι μόνιμα εγκατεστημένο στην οικία – Μουσείο Λένας και Πρόδρομου Εμφιετζόγλου.

Έχει εκτεθεί:

  • 1991 Γκαλερί «Επίκεντρο», Πάτρα
  • 1994 ParkTournay–Solvay, Βρυξέλλες

Η ιδέα της Κιβωτού γεννήθηκε από φόβο όταν, το 19..., είδα στο Παρίσι, στο Petit Palais, την έκθεση της συλλογής Ντυμενίλ. Μια συλλογή που περιείχε δείγματα από όλους τους πολιτισμούς, απ' όλες σχεδόν τις εποχές. Θυμάμαι το πόσο κατώτερη, πόσο κενή μου φάνηκε η δουλειά της δικιάς μου γενιάς συγκρινόμενης με άλλες στιγμές της ιστορίας, και αποφάσισα να διασώσω, πάση θυσία, τη δικιά μου, την προσωπική βάρκα, από την κενότητα των καλλιτεχνικών ρευμάτων της εποχής.
Εγκατέλειψα το Παρίσι και γύρισα στη χώρα μου, αναζητώντας χυμούς και λόγους ύπαρξης, όσο γινόταν πιο πρωτόγονους, αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις αυτής μου της ενέργειας πάνω στην καριέρα μου ή πάνω στην επικαιρότητα της δουλειάς μου.
Από τότε προσπαθώ να ξαναδώ τα πράγματα από την αρχή, ξανακοιτώντας, όταν χρειάζεται, το παρελθόν και χρησιμοποιώντας, όταν είναι αναγκαίο, τα επιτεύγματά μου.
Σκέφτομαι πως καμιά κατάκτηση του παρελθόντος δεν πρέπει να είναι απαγορευτική για το μέλλον και καμιά ανάμειξη αναμνήσεων και μέσων παραπλανητική.

Το φθινόπωρο του 1990, ταξιδεύοντας με το πλοίο της επιστροφής στο χτες και κοιτάζοντας μια γαλήνια θάλασσα γεμάτη μυστήριο και απειλή, ξαναθυμήθηκα τον Νώε.
Κι έλεγα στον αρχιτέκτονα Νίκο Χατζηκυριάκο πόσο ανόητος στάθηκε ο γέρος να κουβαλά μαζί του τόσα ζώα, τόσες τελειωτικά διαμορφωμένες μορφές ζωής, αφαιρώντας από την ίδια τη φύση τη δυνατότητα του απρόοπτου, τη δυνατότητα της αλλαγής.
Κι έλεγα ότι ένα ανώνυμο κύτταρο θα μπορούσε να κρύβει μορφές ζωής απρόβλεπτες και πως πιθανώς αυτές οι μορφές να ήταν καλύτερες από τις ήδη υπάρχουσες.
Κι έλεγα, στ' αλήθεια, ότι δεν υπάρχει πιο μυστηριώδες πράγμα από το αυγό, πιο πλήρες ζωής, πιο κατάλληλο να χρησιμεύει σαν σύμβολο του μέλλοντος, αυτό το παραγόμενο από το ήδη παρελθόν.
Κι έλεγα πως πιστεύω ότι ένα αυγό θα αρκούσε για να διαιωνίζει τη ζωή, υποσχόμενο από μόνο του έναν νέο κόσμο.
Και είπα ότι θέλω να φτιάξω μια δικιά μου ΚΙΒΩΤΟ, με μια τέτοια στοιχειώδη και άρτια φόρμα, και να κρύψω μέσα της όχι σπέρματα φυσικής ζωής αλλά αποστάγματα πράξεων, σκέψεων, φαινομένων και γεγονότων. Ένα αυγό που θα μπορούσε να περιέχει, και μια μέρα να βγάλει από μέσα του, κάποιο πνευματικό μοντέλο μια άλλης πραγματικότητας (Λόγια της πλώρης).

Όμως ο Νίκος Χατζηκυριάκος γοητεύτηκε απ' την ιδέα και ανέλαβε να μελετήσει αυτός τη δυνατότητα της πραγματοποίησής της.
Εγώ τη σχεδίασα, αυτός βρήκε τις στατικές λύσεις και τελικώς ανέθεσε σε μια εταιρεία ξύλινων κατασκευών την υλοποίηση.

Έτσι, για ένα διάστημα, η ιδέα παραδόθηκε στα χέρια τεχνικών, που πολύ λίγο ή και καθόλου δεν νοιάζονταν για το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα.
Μόνη τους έγνοια η λύση του πρακτικού προβλήματος – η κατασκευή.
Παρακολούθησα, σαν ξένος, την εξέλιξη του έργου για τρεις ή τέσσερις μήνες, έχοντας σχεδόν τελείως απομακρυνθεί τόσο από τη στιγμή της έμπνευσης όσο και από την τελική μου ελπίδα.
Λόγια, σχέδια, σκέψεις και τεράστια κομμάτια ξύλινων κατασκευών η αλήθεια μου.

Ως τη μέρα που ξεκίνησε το στήσιμο στην γκαλερί Επίκεντρο της Πάτρας. Χωρίς έργο, χωρίς σαφή εικόνα του αποτελέσματος, χωρίς βεβαιότητα, άρχισα να μιλώ ξανά για το έργο μου.
Κι έφτασε το τεράστιο καμιόνι κι άρχισαν οι δυσκολίες του στησίματος. Οι τεχνικοί ούτε που άκουγαν τις μικρές μου παραινέσεις για την ίσως σωστότερη πορεία της δουλειάς. Εξάλλου γι' αυτούς ήμουν ένας άγνωστος τύπος, ένας θεατής – όλοι έδειχναν να είναι ειδικότεροι από μένα.
Και είναι μαγικό και γοητευτικό να βλέπεις να υλοποιούνται μπροστά στα μάτια σου, χωρίς τη δικιά σου φυσική συμμετοχή, οι άυλες εμπνεύσεις σου, σαν από θαύμα.

Κομμάτι κομμάτι, αυτοί οι άσχετοι με την τέχνη άνθρωποι συνέθεταν ένα έργο τέχνης. Και λίγο λίγο άρχισαν κι αυτοί να το βλέπουν σαν κάτι ξένο προς αυτούς, σαν κάτι που τους ξεπερνούσε, που αδιαφορούσε πια για τον κόπο τους, που εξαφάνιζε την προσπάθειά τους.

Όσο το τέλος της συναρμολόγησης πλησίαζε, τόσο μικροί, ασήμαντοι και ξένοι ένιωθαν μπροστά στο έργο.

Σε κάποια στιγμή η δουλειά τους τελείωσε. Κι έμεινα μόνος υπεύθυνος να φορτίσω με νόημα αυτό το τεράστιο ξύλινο κέλυφος.

Ήταν τώρα η σειρά μου να τους παραμερίσω φυσικά και να ενεργοποιήσω τη φαντασία τους.
Ήξερα πως αυτό το σκάφος-κέλυφος αυγού ταξίδεψε. Κι έπρεπε να φέρει πάνω του ίχνη απ' αυτό το ταξίδι.
Ήξερα πως η ζωή γεννά ήχους. Η σιωπή είναι δείγμα θανάτου.
Ήξερα πως η συσσωρευμένη ενέργεια παράγει φως.
Ήξερα, τέλος, πως το ανεξήγητο προκαλεί συχνά δέος.

Κομμάτια έγχρωμα από παλιές, πολυταξιδεμένες βάρκες κόλλησαν σαν παράσιτα στην πισσαρισμένη επιφάνεια. Αρχέγονες φωνές φαλαινών έβγαιναν από τα σπλάχνα της ΚΙΒΩΤΟΥ, φωνές υπαρκτές αλλά άγνωστες σε πολλούς, φωνές που συνομιλούν μόνο με τις ρίζες της υπάρξεώς σου.
Τα φώτα της αίθουσας έσβησαν, εξαφανίστηκαν, και το μόνο υπάρχον φως ήταν εκείνο που έβγαινε από το εσωτερικό της ΚΙΒΩΤΟΥ, από το άνοιγμα που άφηνε ο ένας από τους δύο κινητούς πόλους. Απ' αυτό το άνοιγμα ο επισκέπτης μπορούσε να δει και το εσωτερικό της ΚΙΒΩΤΟΥ.
Χτίσαμε τη μεγάλη πόρτα της γκαλερί και η είσοδος των επισκεπτών στην αίθουσα γινόταν από μια μικρή πόρτα, έτσι που απορούσες πώς βρέθηκε αυτό το τεράστιο, το περίεργο αντικείμενο εκεί μέσα. Ήταν σαν να γεννήθηκε και μεγάλωσε εκεί. Η απορία άγγιζε τα όρια του φόβου.

Το έργο μου παραδόθηκε στο κοινό, σ' ένα κοινό συγκινημένο, χαμένο, σιωπηλό.
Δάκρυα από ανθρώπους που δεν είχαν ίσως ποτέ κλάψει μπροστά σ' ένα εικαστικό γεγονός ήταν η αμοιβή μου.
Τώρα το έργο μεταφέρεται στις Βρυξέλλες, σαν σύμβολο κατανόησης και σεβασμού στις ιδέες των άλλων και, αύριο, όταν το εσωτερικό του γεμίσει με τη σκέψη των 260 προσωπικοτήτων, θα στηθεί κάπου, σαν φορέας μηνυμάτων, σαν σύμβολο φιλίας.
Μια μαρτυρία της ιστορικής μας στιγμής.

ΚΩΣΤΑΣ ΤΣΟΚΛΗΣ

Κώστα Τσόκλη, Η Κιβωτός, δίγλωσση έκδοση με αφορμή την έκθεση του έργου στο Parc Tournay-Solvay των Βρυξελλών το 1994, Διάττων 1994.